Στιγμιότυπα του Δαφνιά Μεσολογγίου

31 Ιουλ 2010

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Η δυτική Στερεά Ελλάδα ήταν στην αρχαιότητα η χώρα δυο μεγάλων «εθνών», των Αιτωλών και των Ακαρνάνων. Επίμαχο όριο ανάμεσα τους ήταν πάντοτε ο ποταμός Αχελώος. Ο σημερινός νομός της Αιτωλοακαρνανίας δεν συμπίπτει παντού με τα αρχαία γεωγραφικά όρια. Η γη της Αιτωλοακαρνανίας έφθανε και πέρα από το σημερινό νομό, ενώ η νότια στενή λωρίδα μεταξύ Ταφιασσού (Κλόκοβας) και Δάφνου (Μόρνου) ανήκε στους Λοκρούς. Μεγάλη και ορεινή καθώς ήταν δεν αποτελούσε γεωγραφική ενότητα. Κατά τον Στράβωνα ήταν χωρισμένη στην αρχαία Αιτωλία, δηλ. την παραλιακή ζώνη προς νότια του Αράκυνθου με τις πανάρχαιες πόλεις Καλυδώνα, Πλευρώνα, Χαλκίδα, Ωλενό, Πυλλήνη και τις εύφορες πεδιάδες γύρω από τη λίμνη Τριχωνίδα, με κυριότερες πόλεις το Φύταιο (Παπαδάτες), το Τριχώνιο (Γαβαλού), τις Ακρες (Λιθοβούνι) προς Νότο, και το Αγρίνιο, το Βουκάτιο (Παράβολα), το Φίστυο, το Θέστιο (Βλοχός) προς Βόρεια της λίμνης. Στα βορειοανατολικά ήταν ο τόπος του Θέρμου με το παλαιό ιερό του Απόλλωνος, αργότερα έδρα της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Η ορεινή περιφέρεια στα βόρεια και ανατολικά, που με τον καιρό κατακτήθηκε και προστέθηκε στο αιτωλικό έθνος, λεγόταν επίκτητος Αιτωλία. Την κατοικούσαν οι Ευρυτάνες «αγνωστότατοι γλώσσαν και ωμοφάγοι» κατά τον Θουκυδίδη, οι Αγραίοι, οι Απέραντοι, οι Οφιονείς με τις ομάδες των Βομιέων και Καλλιέων και οι Αποδωτοί. Η Ακαρνανία αποτελούσε το δυτικότερο μέρος, από το Ιόνιο έως τον Αχελώο και από τον Αμβρακικό έως τον κόλπο του Αστακού και τις εκβολές του Αχελώου. Ο σημερινός νομός περιλαμβάνει και τον Βάλτο, όπου στην αρχαιότητα κατοικούσαν οι Αμφίλοχοι και οι Αγραίοι.


Τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης της Αιτωλοακαρνανίας, σε σπηλιές κοντά στον Αστακό και τους πρόποδες της Βαράσοβας (Κρυονέρι), καθώς και στον Αγιο Ηλία (Ιθωρία) μπορούν να αναχθούν στη νεολιθική εποχή. Οικισμοί της εποχής αυτής δεν σώθηκαν, έχουμε όμως σημαντικά λείψανα εγκατάστασης, και μεγάρου, της πρώιμης εποχής του Χαλκού (πρωτοελλαδικής περιόδου) στο Πλατυγυάλι του Αστακού.
Πρωτοελλαδικά ευρήματα υπάρχουν και σε άλλες θέσεις (Άγιος Παντελεήμων Αστακού, Παλαιά Πλευρών, Παλαιομάνινα (Σαυρία), ενώ η μεσοελλαδική περίοδος πρέπει να αντιπροσωπεύεται στο Θέρμο. Στα μυκηναϊκά χρόνια η επίδραση των κέντρων της ανατολικής Ελλάδας γίνεται αισθητή σε πολλούς τόπους της Αιτωλίας, Καλυδώνα, Πλευρώνα, Χαλκίδα, Αγιο Ηλία (Ιθωρία), Θέρμο, Ακρες, καθώς και στις ακαρνανικές πόλεις Κόροντα, Αστακό, Πάλαιρο. Ο Θέρμος, που είχε ανθηρό οικισμό ήδη στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. και σχέσεις μυκηναϊκές, απουσιάζει από την επική παράδοση, ενώ εύλογα εμφανίζονται στους μύθους η Καλυδών, η Πλευρών και η Χαλκίς. Πότε εγκαταστάθηκαν οι ελληνικές φυλές των Αιτωλών και των Ακαρνάνων και αν είναι αυτοί που δέχθηκαν το μυκηναϊκό πολιτισμό, μένει άγνωστο, όπως και ποιοι ήταν οι προκάτοχοι της γης τους, παρόλο ότι οι μύθοι παραδίδουν Κουρήτες και Αιολείς. Εξάλλου μεταξύ των ιστορικών παραδόσεων της πρώιμης περιόδου και των αρχαιολογικών ευρημάτων δεν παρατηρήθηκε έως τώρα φανερή συμφωνία.


Με βάση τις ιστορικές μαρτυρίες συμπεραίνουμε ότι το έθνος των Αιτωλών, έως τουλάχιστον τα τέλη του 5ου-αρχές 4ου αι. π.Χ., ήταν οργανωμένο φυλετικά και οι άνθρωποι κατοικούσαν σε διάσπαρτους ατείχιστους οικισμούς. Σε καιρό πολέμου κατέφευγαν σε οχυρωμένες θέσεις, ορισμένες από τις οποίες πρέπει να υπήρχαν ήδη τον 5ο αι. π.Χ. Και ενώ στην Ακαρνανία, όπως εύλογα συμπεραίνεται, υπήρχαν ήδη τον 5ο αι. π.Χ. πόλεις ως οικιστικά κέντρα, στην Αιτωλία μόνο η παραλιακή ζώνη, που δέχθηκε την πρώιμη ελληνική επίδραση, όπως παλιότερα τη μυκηναϊκή, οδηγήθηκε νωρίς στη δημιουργία πόλεων-αστικών κέντρων (Καλυδών, Πλευρών) που αποτέλεσαν το χώρο επαφής των Αιτωλών του εσωτερικού με τα πολιτιστικά κέντρα των ιστορικών χρόνων, την Κόρινθο και την Αθήνα. Ο οικιστικός τρόπος των διάσπαρτων οικισμών διατηρήθηκε πολύ καιρό. Οι φυλετικές ομάδες των κωμών ήταν, φαίνεται, ανεξάρτητες και αυτοκέφαλες, τις συνέδεε όμως η συνείδηση ότι ανήκαν στο ίδιο έθνος. Αυτό θα πρέπει να είχε οδηγήσει πρώιμα σε στοιχειώδη οργάνωση συνεργασίας, με αποτέλεσμα να ενώνονται οι φυλές σε κοινή δράση προ του πολεμικού κινδύνου.

Η ανεξαρτησία εξάλλου μέσα στα πλαίσια εθνικής ενότητας οδήγησε βαθμιαία στη δημιουργία αυτόνομων οικιστικών κέντρων με οχύρωση, που άρχισαν να λειτουργούν ως πόλεις-κράτη και είχαν στη δικαιοδοσία τους μεγάλη γύρω τους περιοχή. Θεωρείται σήμερα ασφαλές ότι οι εξελίξεις αυτές είναι παράλληλες με τη διαμόρφωση ενός Κοινού, το οποίο εμφανίζεται ήδη στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Η ολοκλήρωση όμως του μετασχηματισμού του φυλετικού έθνους-κράτους σε ομοσπονδία πόλεων, την Αιτωλική Συμπολιτεία, έγινε μόνο την πρώιμη ελληνιστική εποχή. Οι μικρές πάντως κοινότητες στο εσωτερικό της Αιτωλίας εξακολούθησαν να υπάρχουν και τον 3ο αι. π.Χ., όπως δείχνουν επιγραφικές μαρτυρίες, ενώ αντίθετα στα παράλια απορροφήθηκαν από τα μεγάλα κέντρα. Την ύστερη ελληνιστική εποχή αναπτύσσονται και μεγάλες ιδιοκτησίες γης, των οποίων οι κύριοι αναδεικνύονται ηγήτορες της Συμπολιτείας.


Η εξέλιξη προς τη διαμόρφωση της Αιτωλικής Συμπολιτείας συνδέθηκε επίσης με την κατασκευή των λίθινων οχυρώσεων, των οποίων όμως η χρονολόγηση είναι αμφίβολη: άλλοι πιστεύουν ότι κτίσθηκαν μέσα στον 3ο αι. π.Χ. και άλλοι αργότερα, όταν ήδη η Συμπολιτεία είχε αρχίσει να φθίνει και είχε αποκτήσει την οδυνηρή εμπειρία της μακεδονικής εισβολής. Ήταν τα περισσότερα κάστρα καταφύγια σε καιρό πολέμου, δεν άργησαν όμως μερικά από αυτά να κατοικηθούν πυκνά από τους ανθρώπους των γύρω οικισμών. Στέκουν ακόμη σήμερα επιβλητικά στη γη της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας, και τόσο πυκνά, ώστε κάθε 30 χλμ. περίπου να συναντά ο επισκέπτης μια αρχαία ακρόπολη οχυρωμένη.
Οι Αιτωλοί έμειναν αιώνες ολόκληρους μακριά από τις ιστορικές και πολιτειακές εξελίξεις του ελληνικού κόσμου και μόνο από τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας. Το 426 π.Χ. καταφέρουν βαρύ πλήγμα στους Αθηναίους που εξεστράτευσαν υπό τον Δημοσθένη στο Αιγίτιο. Το 367 π.Χ. εμφανίζονται, ως Κοινό πλέον, σύμμαχοι των Θηβών. Ήδη έχει προσαρτήσει τη λοκρική Ναύπακτο (338 π. Χ.) και τις Οινιάδες (330 π.Χ.). Κατά τους πολέμους των Διαδόχων οι εχθρικοί στρατοί των Μακεδόνων, Ηπειρωτών και Ακαρνάνων διατρέχουν τη γη της Αιτωλίας, ενώ οι συμμαχίες διαδέχονται η μία την άλλη, με τον Λυσίμαχο της Θράκης, τον Αλέξανδρο της Ηπείρου και τον Άτταλο της Περγάμου.


Τον 3ο αι. π.Χ. η Αιτωλική Συμπολιτεία βρίσκεται στην αποκορύφωση της δύναμης της. Μετά τη Λοκρίδα κατακτά τους Δελφούς (291 π.Χ.) και την Ακαρνανία (270-268 π.Χ.). Εκτός από τα μέλη, τους συμπολιτευόμενους, φίλοι και σύμμαχοι γίνονται ακόμη και μακρινές πόλεις, ενώ άλλοι συνάπτουν με αυτούς συμφωνία ασυλίας για να προστατευθούν από τις ληστρικές τους επιδρομές. Όταν το 279 π.Χ. επιτέθηκαν εναντίον της Ελλάδας οι Γαλάτες, οι Αιτωλοί ήταν η κυρία δύναμη που τους απέκρουσε. Οι Δελφοί τότε σώθηκαν, η Αμφικτυονία βρέθηκε στα χέρια της Συμπολιτείας και έγινε ισχυρός μοχλός της αιτωλικής πολιτικής. Αντιθέτως, η κυριαρχία και η δύναμη της Αιτωλίας στηρίχθηκαν στη διαρπαγή και τις ληστρικές επιδρομές που ερήμωσαν όχι μόνο τα παράλια, αλλά και το εσωτερικό της Ελλάδας, ιδίως της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η σύγκρουση με τους Αχαιούς κατέληξε στη νίκη του στρατηγού Αράτου το 241 π.Χ. Η αρχή της πτώσης σημειώνεται με την επίθεση του Φιλίππου Ε' το 218 π.Χ. και το 206 π.Χ. εναντίον της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Ο Θέρμος, όπου φυλάσσονταν οι θησαυροί της αιτωλικής λαφυραγωγίας, καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Το 217 π.Χ. με τη μεσολάβηση του εξέχοντος πολιτικού Αγελάου γίνεται ειρήνη. Το ιστορικό προσκλητήριο του Αγελάου προς τους Έλληνες και τον Φίλιππο Ε' να ενωθούν κατά του ρωμαϊκού κίνδυνου δεν βρήκε απήχηση. Η συμμετοχή του αιτωλικού ιππικού στη μάχη στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.) ήταν αποφασιστική για τη ρωμαϊκή νίκη. Μέσα στη δίνη του πολέμου Ρωμαίων και Αντιόχου της Συρίας (192-191 π.Χ.) που προκάλεσαν οι Αιτωλοί, χάνουν οι ίδιοι την εύνοια των Ρωμαίων και δέχονται βαρείς όρους. Η αντίσταση τους χαλαρώνει και η Συμπολιτεία υπάγεται ουσιαστικώς στη Ρώμη. Περί το 167 π.Χ. έχει πια περιορισθεί στα παλιά της όρια, η οικονομική κρίση και οι κοινωνικές και κομματικές συγκρούσεις χαρακτηρίζουν την εποχή. Ο Θέρμος καταστρέφεται και πάλι, η νομισματοκοπία διακόπτεται. Η Αιτωλία ακολουθεί την τύχη της άλλης Ελλάδας και υπάγεται στην επαρχία της Αχαΐας.



Η εικόνα που δημιούργησαν και μετέδωσαν στο νεώτερο κόσμο για τους αρχαίους Αιτωλούς οι Έλληνες από την κλασσική εποχή και ύστερα προβάλλει αρνητική. Την προκλασσική περίοδο όμως τίποτε δεν έσκιαζε την εικόνα αυτή. Οι Αιτωλοί θεωρούνταν ότι είχαν κοινή ιστορική και θρησκευτική παράδοση με τους άλλους Έλληνες, οι μύθοι τους ακτινοβολούσαν πανελλήνια και διαπλέκονταν με τους άλλους ελληνικούς μύθους. Ο Αιτωλός, γιος του Ενδυμίωνος και απόγονος του Διός, έρχεται από την Ηλεία στη χώρα που κατείχαν οι Κουρήτες και της δίνει το όνομα του, ενώ αργότερα Αιτωλοί και Επειοί υπό τον Όξυλο επανέρχονται στην Ηλεία. Στον Όμηρο λέγονται «μεγάθυμοι» και «μενεχάρμαι» (ακλόνητοι στη μάχη) και ο βασιλιάς τους Θόας, που ηγείται των αιτωλικών πλοίων στην Τροία, είναι τυπικός ομηρικός ήρωας. Αλλά ήδη μετά τα Μηδικά αρχίζει να καλλιεργείται η αντίληψη ενός κόσμου πρωτόγονου που μένει μακριά από την ευκοσμία και την τάξη της ελληνικής πόλης. Ο Θουκυδίδης παρομοιάζει τον τρόπο ζωής και τα ήθη των Αιτωλών, των Ακαρνάνων και των Οζολών Λοκρών με εκείνα των βαρβάρων. Νεώτερες έρευνες, όμως, δέχονται ότι η υποτιμητική αυτή άποψη προήλθε από τη σύγκριση με την προηγμένη αστική πολιτεία και τον πολιτισμό της Αθήνας και είναι ακόμη ευνόητη ως αντίδραση των Αθηναίων στην ταπεινωτική ήττα τους το 426 π.Χ. μέσα στη χώρα της Αιτωλίας. Ωστόσο, ποτέ ως τότε οι Αιτωλοί δεν θεωρήθηκαν βάρβαροι, και μόνο μια φορά, στον Ευριπίδη, λέγεται ο μυθικός Αιτωλός ήρωας Τυδεύς μειξοβάρβαρος. Βαριά αρνητική στάση απέναντι στους Αιτωλούς των ημερών του (2ος αι. π.Χ.) παίρνει ο ιστορικός Πολύβιος για λόγους προφανώς πολιτικούς, και η αντίληψη αυτή μεταδίδεται και στον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Αίβιο, των χρόνων του Αυγούστου, που αντλεί από τον Αχαιό ιστορικό και τον ξεπερνά σε οξείς χαρακτηρισμούς για την αιτωλική «βαρβαρότητα». Την εικόνα αυτή κληρονόμησε η σύγχρονη ιστοριογραφία για την Αιτωλία.


Το πανάρχαιο έθος του «σιδηροφορείσθαι», να ζουν δηλαδή συνεχώς οπλισμένοι, μαρτυρείται και για τους Ακαρνάνες και, όπως και στην Αιτωλία, κράτησε πολλούς αιώνες. Οι κάτοικοι των παράλιων περιοχών δέχονται και εδώ την κορινθιακή επίδραση δια μέσου του αποικισμού και του εμπορίου και αφομοιώνουν τα φύλα του εσωτερικού. Τα ενδιαφέροντα των Αθηνών από το 454 π.Χ. οδηγούν σε συγκρούσεις, στις οποίες εμπλέκονται οι ακαρνανικές πόλεις τον 5ο αι. π.Χ. Η Ακαρνανία στον Πελοποννησιακό πόλεμο βρίσκεται στο πλευρό των Αθηναίων και προς τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. κερδίζει σε δύναμη. Οι Ακαρνάνες δρούσαν στην εξωτερική πολιτική και στον πόλεμο ενωμένοι σε Κοινό, το οποίο είχε συσταθεί πριν από το 400 π.Χ. Στο Στράτο, παλιά έδρα του Κοινού, γινόταν η στρατολόγηση κατά πόλεις και η συγκέντρωση του στρατού. Εκεί υπήρχε το κοινό ιερό του Διός. Πόλεις ως αστικά κέντρα ευρύτερων περιοχών είχαν στην Ακαρνανία εξελιχθεί ενωρίτερα απ' ό,τι στην Αιτωλία, έκοβαν νομίσματα και διατηρούσαν δικές τους εκκλησίες και στρατηγούς. Στους πολέμους των Διαδόχων οι Ακαρνάνες συχνά συμμετέχουν και βρίσκονται επανειλημμένως υπό την Ήπειρο προσφέροντας μισθοφόρους. Το 252 π.Χ. η Ακαρνανία μοιράζεται μεταξύ Ηπείρου και Αιτωλίας. Η πτώση του βασιλείου της Ηπείρου το 230 π.Χ. της φέρνει την ελευθερία, ενώ οι σχέσεις της με τη Μακεδονία τη βοηθούν να αποκρούσει τους Αιτωλούς. Αλλά κατά το τελευταίο τρίτο 13ου αι. π.Χ. οι συγκρούσεις με την Αιτωλική Συμπολιτεία έγιναν συχνές. Δέχονται και οι Ακαρνάνες την επιδρομή του Φιλίππου Ε' (218 π.Χ.) και το 216 π.Χ. χάνουν το Θύρρειο, ενώ με τη συνθήκη του 212 π.Χ. απάγονται και πάλι στην Αιτωλία. Ακολουθούν αγώνες σκληροί μεταξύ των δύο λαών. Από το 170 π. Χ. είναι φίλοι των Ρωμαίων. Τότε το Θύρρειο γίνεται πρωτεύουσα της Ακαρνανίας και το Κοινό φαίνεται ότι ανασχηματίζεται ως ηγεμονία μιας πόλης. Κοινό ιερό έχει ήδη από καιρό γίνει το ιερό του Απόλλωνος στο Άκτιο.


Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου, 31 π.Χ., οι κάτοικοι των ακαρνανικών πόλεων και πολλοί Αιτωλοί μετοικίζονται από τον Αύγουστο στη Νικόπολη. Άλλοι Αιτωλοί ήλθαν τότε στην Αμφισσα. Ο Στράβων κάνει λόγο για την «ερημίαν» των Αιτωλών και των Ακαρνάνων. Η Πλευρών και η Καλυδών, που ήταν άλλοτε «πρόσχημα» της Ελλάδας, έχουν παρακμάσει, όπως και τα περισσότερα άλλα αστικά κέντρα, καθώς και τα κάστρα, τα οποία εν μέρει κατεδαφίζονται. Δημιουργούνται πάλι μικροί διάσπαρτοι ατείχιστοι οικισμοί και μεγάλες ιδιοκτησίες γης. Από το 2ο αι. μ.Χ., εποχή άνθησης για όλη την Ελλάδα, παρατηρείται και εδώ ανάπτυξη, αύξηση πληθυσμού και ίσως συγκέντρωση κατοίκων σε μεγαλύτερα κέντρα. Μάρτυρες της νέας αυτής εποχής θα γίνουν οι πολλές παλαιοχριστιανικές βασιλικές στα παλιά αστικά κέντρα ή και μέσα στα μεγάλα αγροκτήματα.



Πηγη: ΤΕΔΚ Αιτωλοακαρνανίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Share/Bookmark

Αιτωλοακαρνανία

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Συνολικές προβολές σελίδας